- εὐκρότως
- εὔκροτοςwell-soundingadverbialεὔκροτοςwell-soundingmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εύκροτος — εὔκροτος, ον (ΑΜ) αυτός που ηχεί, που κροτεί καλά. επίρρ... εὐκρότως (Α) 1. με εύηχο, με ηχηρό τρόπο 2. με καλά συγκροτημένο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κρότος] … Dictionary of Greek